- κοπτουργία
- κοπτουργία, ἡ,A making of κοπταί, POxy.1454.6 (ii A. D.); nisi leg. κοπτουρία pounding of wheat into flour.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπτουργία — και κοπτουρία, ἡ (Α) πάπ. 1. η παρασκευή πιτών από σησάμι 2. το κοπάνισμα τού σιταριού με την κοπτούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτός + ουργία (< ουργός < ἔργον)] … Dictionary of Greek